παραθαλάσσιος

παραθαλάσσιος
-α, -ο
1. αυτός που βρίσκεται κοντά στη θάλασσα, ο παράλιος: Στα παραθαλάσσια μέρη συγκεντρώνονται το καλοκαίρι πολλοί παραθεριστές.
2. ως ουσ., το παραθαλάσσιο η παραλία: Στο παραθαλάσσιο, δεν είναι να πιάσεις σπίτι για το καλοκαίρι, γιατί έχει πολύ θόρυβο.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • παραθαλάσσιος — beside the sea masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραθαλάσσιος — α, ο / παραθαλάσσιος, ία, ον και αττ. τ. παραθαλάττιος, ία, ον θηλ. και ος, ΝΜΑ αυτός που βρίσκεται κοντά στη θάλασσα, παράκτιος. [ΕΤΥΜΟΛ. Σύνθ. «εκ συναρπαγής» από τη φρ. παρά τὴν θάλασσαν + επίθημα ιος] …   Dictionary of Greek

  • παραθαλασσίδιον — παραθαλάσσιος beside the sea masc/fem acc sg παραθαλάσσιος beside the sea neut nom/voc/acc sg παραθαλασσίδιος masc/fem acc sg παραθαλασσίδιος neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραθαλασσίων — παραθαλάσσιος beside the sea fem gen pl παραθαλάσσιος beside the sea masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραθαλαττίων — παραθαλάσσιος beside the sea fem gen pl (attic) παραθαλάσσιος beside the sea masc/neut gen pl (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραθαλάσσιον — παραθαλάσσιος beside the sea masc acc sg παραθαλάσσιος beside the sea neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραθαλάττιον — παραθαλάσσιος beside the sea masc acc sg (attic) παραθαλάσσιος beside the sea neut nom/voc/acc sg (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραθαλασσιδίων — παραθαλάσσιος beside the sea masc/fem/neut gen pl παραθαλασσίδιος masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραθαλασσιδίῳ — παραθαλάσσιος beside the sea masc/fem/neut dat sg παραθαλασσίδιος masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραθαλασσίαις — παραθαλάσσιος beside the sea fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”